Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

Ποιες άλλες εναλλακτικές μορφές – εκτός της δικαιόχρησης - υπάρχουν για την ανάπτυξη μιας επιχείρησης;

Εκτός από τη δικαιόχρηση υπάρχουν και διάφορες άλλες μορφές επιχειρηματικής συνεργασίας. Πολλές από αυτές μας είναι γνωστές, αφού αποτελούσαν τον κανόνα για πολλές δεκαετίες στην ελληνική αγορά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εγκατάσταση αντιπροσώπων – κυρίως στην επαρχία. Το δίκτυο των αντιπροσώπων αποτελούσε έναν στενά συνδεδεμένο ιστό από επιχειρηματίες, οι οποίοι αναλάμβαναν μέσα από τις δικές τους εγκαταστάσεις να προωθήσουν ένα προϊόν ή μια υπηρεσία στην τοπική τους αγορά.
Η έννοια των αντιπροσώπων στο franchise έχει αντικατασταθεί με την έννοια των δικαιοδόχων, οι οποίοι έχουν και αυτοί μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, την οποία έχουν λάβει από τον δικαιοπάροχο προς ανάπτυξη και εκμετάλλευση.

Παράλληλα υπάρχουν και τα συστήματα διανομής, τα οποία εμφανίζουν τα εξής χαρακτηριστικά:
Ο (αποκλειστικός ή μη) διανομέας συνήθως συνδέεται με τον παραγωγό, εισαγωγέα ή πάροχο με κάποια μορφή συμβατικής σχέσης, η οποία περιγράφει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του στην γεωγραφική περιοχή ευθύνης.
Βασικό χαρακτηριστικό της σχέσης διανομής είναι η πρακτική κατά την οποία ο διανομέας αγοράζει μεγάλες ποσότητες από τον παραγωγό σε τιμές χονδρικής και τις μεταπουλάει στην αγορά ευθύνης του σε μικρότερες ποσότητες, σε τιμές λιανικής στους τελικούς καταναλωτές και μέσα από συγκεκριμένα κανάλια διανομής, που μπορεί να ποικίλουν, ανάλογα με το προϊόν, μπορεί να είναι δηλαδή συγκεκριμένα σημεία πώλησης με συγκεκριμένα – προδιαγραμμένων χαρακτηριστικών – επιλεκτικής διανομής ή μπορεί να είναι και ευρείας διανομής.
Η γνώση της τοπικής αγοράς επιτρέπει στον τοπικό διανομέα να προσεγγίσει περισσότερα και πολλές φορές μικρότερα σημεία πώλησης καλύπτοντας και επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα μεγαλύτερη διαστρωμάτωση στην τοπική αγορά.
Αντίθετα, ο διανομέας δεν λαμβάνει από τον παραγωγό – δικαιοπάροχο αρχική εκπαίδευση, ούτε και περιορίζεται στο τρόπο της καθημερινής λειτουργίας του, όσο τηρεί συγκεκριμένους κανόνες που αφορούν το προϊόν αυτό καθεαυτό, και έχουν να κάνουν με τη προβολή, τοποθέτηση κλπ του προϊόντος.
Πολλοί παραγωγοί παρέχουν επιπρόσθετη υποστήριξη ή και υλικό προωθητικό – μάρκετινγκ κλπ για την υποστήριξη των πωλήσεων του διανομέα.
Με τον τρόπο αυτό ο δικαιοπάροχος δεν χρειάζεται να εποπτεύει την καθημερινή λειτουργία της επιχείρησης η οποία σημειωτέον ΔΕΝ φέρει το σήμα του, αλλά επικεντρώνει την προσοχή του στην ποιότητα των προϊόντων ή υπηρεσιών, στο βέλτιστο τρόπο προβολής και τοποθέτησης των προϊόντων του στα σημεία πώλησης καθώς και σε θέματα που αφορούν τις πωλήσεις.
Στα περισσότερα από τα άλλα δεδομένα της συμβατικής σχέσης μεταξύ διανομέων και παραγωγών, η σχέση μοιάζει πολύ με τη σχέση μεταξύ δικαιοπαρόχων και δικαιοδόχων, αφού και στις δύο περιπτώσεις ο στόχος παραμένει πάντοτε ο ίδιος – οι πωλήσεις.
Ιδιαιτέρως στο εξωτερικό, όπου η διείσδυση σε μια νέα αγορά δεν είναι εύκολη υπόθεση, απαιτεί υπομονή και είναι συνδεδεμένη με πάρα πολλούς τοπικούς και υπερ-τοπικούς παράγοντες, η επιλογή ενός διανομέα (αποκλειστικού ή μη για μια χώρα) αποτελεί τις περισσότερες φορές για αλυσίδες που εμπορεύονται προϊόντα την καλύτερη, ασφαλέστερη και συγχρόνως ταχύτερη μέθοδο διείσδυσης σε μια νέα αγορά.
Στις περιπτώσεις αυτές, ο παραγωγός έχει το επιπρόσθετο πλεονέκτημα τις άμεσης τοποθέτησης των προϊόντων του στα σημεία πώλησης τα οποία αποτελούν το υπάρχον δίκτυο διανομής του Distributor ή Master Distributor. Αυτό σημαίνει ότι γνωρίζει εκ των προτέρων σε πόσα σημεία θα τοποθετηθεί, ποια θα είναι η γεωγραφική κάλυψη, πως θα υποστηριχτεί με υλικό προωθητικό ή με άλλες ενέργειες, κλπ.
Παρά τα εμφανή πλεονεκτήματα, υπάρχουν και αναμφισβήτητα μειονεκτήματα, όπως π.χ. ότι η επιτυχία του προϊόντος σε μια αγορά εξαρτάται άμεσα από τον διανομέα, από τα σημεία πώλησης – το δίκτυο του, από τη γνώση της τοπικής αγοράς και την εμπειρία που έχει στην τοποθέτηση νέων προϊόντων, από τους πόρους που είναι διατεθειμένος να επενδύσει στη προώθηση – προβολή κλπ. Αυτό αυξάνει το ρίσκο του παραγωγού, αφού «ποντάρει» ουσιαστικά σε ένα διανομέα.
Το πρόβλημα αυτό λύνεται αφενός με την σωστή επιλογή του διανομέα μετά από μακρά και ενδελεχή έρευνα καταλληλότητας του, αφετέρου – αν η αγορά είναι αρκετά μεγάλη – με τη διανομή μέσω δύο ή και περισσότερων διαφορετικών διανομέων, οι οποίοι να έχουν σαφή γεωγραφικό περιορισμό ευθύνης.
Στην Ελλάδα ισχύουν πολλές φορές παρόμοιοι περιορισμοί. Έτσι έχουμε π.χ. διανομής για την Βόρεια Ελλάδα διαφορετικούς από αυτούς που είναι π.χ. υπεύθυνοι για τα Νησιά, κλπ.
Τέλος, το δεύτερο σύστημα που αποτελεί εναλλακτική μορφή ανάπτυξης προς τη δικαιόχρηση είναι το licensing.
Πρόκειται για το δικαίωμα που παρέχει ο παραγωγός στον αδειούχο – σ΄αυτόν δηλαδή που αποκτά το δικαίωμα χρήσης, να χρησιμοποιεί ελεγχόμενα ένα σήμα ή μια μέθοδο και να καταβάλλει για τη χρήση αυτή κάθε φορά δικαιώματα. Ο αδειοπάροχος – παραγωγός ενδιαφέρεται κυρίως για την ορθή χρήση των σημάτων του, τον έλεγχο της ποσότητας χρήσης και κατ επέκταση τη μέτρηση των ωφελημάτων που προκύπτουν γι΄αυτόν από την επαναλαμβανόμενη χρήση τους και η οποία μεταφράζεται σε διαρκή δικαιώματα. Πρόκειται λοιπόν για την «χαλαρότερη» σχέση μεταξύ του παραγωγού και του διανομέα – αδειούχου.
Από τα ανωτέρω γίνεται φανερό, ότι δεν μπορεί να υπάρξει ποιοτική αξιολόγηση της μιας έναντι της άλλης μορφής συνεργασίας, αλλά απαιτείται η προσεκτική διερεύνηση και μελέτη ποια μορφή συνεργασίας ταιριάζει – τη δεδομένη στιγμή – για τη δεδομένη αγορά – στο προϊόν  ή στην υπηρεσία σας!
Reblog this post [with Zemanta]